ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Α.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ»
«Στη διαρκή διεθνή αποσταθεροποίηση και τους κλυδωνισμούς των συστημικών πολιτικών σταθερών, γεννιούνται οι μεγάλες δυνατότητες της επαναστατικής χειραφέτησης. Απέναντί τους συγκροτείται ήδη η αντεπαναστατική ακροδεξιά και φασιστική έκφανση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού για να μπει ως έσχατος φραγμός στην εξέλιξη της κοινωνική ιστορίας, που προχωρά μέσα από την αδιάκοπη πάλη για ελευθερία και ισότητα. Πόλεμος και φασισμός, αυτή είναι η «απάντηση» του συστήματος στην συνολική και βαθιά του κρίση, στις ίδιες του τις αντιφάσεις, που τις προκαλεί η αθεράπευτη σύγκρουση που επιβάλλει η βασική του αρχή, η εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο».
Από τη διακήρυξη του Β΄ Συνεδρίου της ΑΠΟ [Νοέμβρης 2016]
Η αποσάθρωση και ολοσχερής χρεοκοπία του κόσμου του κράτους και του καπιταλισμού, όπως αναπτύσσεται μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον της παγκόσμιας συστημικής κρίσης, αποτελεί όριο για την εποχή της παγκόσμιας ολοκλήρωσής του και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τη συνακόλουθη αύξηση της απειλής του πολέμου.
Ο εθνικισμός, σε αυτές τις περιόδους ειδικότερα, καλείται να παίξει δυναμικά τον ειδικό του ρόλο, στην ιδεολογική προετοιμασία των κοινωνιών, ώστε αυτές να αποδεχθούν συναινετικά μια εμπόλεμη σύρραξη και οι καταπιεσμένες μάζες να συμπεριληφθούν στο στρατηγικό σχέδιο αλληλοεξόντωσής τους.
Το φασιστικό παρακράτος και οι ομάδες του μπορούν να αναλάβουν διάφορες βρώμικες δουλειές, ανάλογα με την περίοδο. Από δυνάμεις που θα συγκροτήσουν σε «κόμμα» τους οπαδούς της αντιεξεγερτικής πολιτικής, ως συμμορίες που θα δολοφονήσουν αντιστεκόμενους και θα σφάξουν πρόσφυγες και μετανάστες στοχοποιώντας τους ως εσωτερικούς εχθρούς και ασφαλώς ως την εμπροσθοφυλακή στα εθνικιστικά κελεύσματα. Το νέο «όραμα» του εγχώριου φασισμού συγκροτείται στην απόπειρα να χωνευτούν οι μικρές ναζιστικές γκρούπες από κοινού με την κοινή μήτρα τους, τη Χρυσή Αυγή, σε ένα «μαζικό» εθνικιστικό ζόφο, με δήθεν «αντικυβερνητικά» χαρακτηριστικά που εδράζουν την αντίθεση, όχι βέβαια στο ταξικό πεδίο και απέναντι στους καταπιεστές αυτού του κόσμου, αλλά στο εθνικό ζήτημα χρησιμοποιώντας τη ρητορική περί προδοσίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την άνοδο της ακροδεξιάς αποτελεί η διάχυση του εθνικιστικού αισθήματος σε μεγάλες μερίδες της κοινωνίας. Στη διαχείριση ωστόσο του εθνικιστικού αισθήματος της κοινωνίας το πάνω χέρι, τον πρώτο και τελευταίο λόγο, τον είχε και θα συνεχίσει να τον έχει το κράτος και η καταπιεστική τάξη που βρίσκεται στο τιμόνι του.
Η επανεμφάνιση του “Μακεδονικού”, ως κομβικού εθνικού ζητήματος προκύπτει από μια σύνθεση διαφόρων εξουσιαστικών αναγκών. Η αστική τάξη της χώρας επιθυμεί διακαώς το βάθεμα των σχέσεων με τους παραδοσιακούς συμμάχους της, δηλαδή τον Ευρωατλαντικό/Νατοϊκό άξονα. Ειδικότερα, σε μια περίοδο όπως η σημερινή όπου η γεωπολιτική ρευστότητα που πηγάζει από τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή, αλλά και σε άλλα μέτωπα, η ανάγκη να προσδεθεί η Ελλάδα με ακόμη πιο άμεσους και αδιαπραγμάτευτους όρους στο άρμα της Δύσης παίρνει επιτακτικό χαρακτήρα. Όχι κυρίως, όπως μας διαβεβαιώνουν οι εθνικοί γεωπολιτικοί αναλυτές, γιατί ψάχνει έναν ισχυρό προστάτη απέναντι στον τούρκικο επεκτατισμό, αλλά γιατί όταν η τράπουλα αρχίζει να ξαναμοιράζεται, τότε έχει τεράστια σημασία σε ποια καρέκλα θα κάτσεις για το σημαδεμένο φύλλο. Το ελληνικό κράτος θέλει να συμμετέχει στη μοιρασιά της πίτας των ενεργειακών πόρων της περιοχής και ασφαλώς η αστική τάξη, στα χέρια της οποίας πρόκειται να περιέλθουν αυτοί, έχει κάθε λόγο να αποζητά όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι.
Το “Μακεδονικό”, λοιπόν, αποτελεί το καλύτερο ζήτημα αυτήν τη στιγμή, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρελούδιο για την επικύρωση των σχέσεων Ελλάδας-ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Αυτό είναι το πλαίσιο με βάση το οποίο οι ομάδες της ΑΠΟ ιεράρχησαν στο υψηλότερο σημείο των προτεραιοτήτων τους την ανάληψη ευθύνης, ώστε να συγκροτηθούν κινήσεις αντίστασης στα κρατικά/εθνικιστικά σχέδια.
Οι κινήσεις αυτές ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη, καθώς εκεί είχε ανακοινωθεί το πρώτο εθνικιστικό συλλαλητήριο. Στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών/προπαγανδιστικών δράσεων τυπώθηκαν αφίσες των συλλογικοτήτων «Μαύρο & Κόκκινο» και «Libertatia», με αντίστοιχα κείμενα, μαζί με άλλες ομάδες διοργανώθηκε συγκέντρωση και μοτοπορεία πριν το συλλαλητήριο, ενώ παράλληλα οι ομάδες της ΑΠΟ ήρθαν άμεσα σε επαφή με συντρόφους από τα Βαλκάνια. Κορύφωση της καμπάνιας αυτής αποτέλεσε το κάλεσμα των ομάδων της ΑΠΟ στην αντιεθνικιστική συγκέντρωση της Καμάρας την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018, μέρα διεξαγωγής του εθνικιστικού συλλαλητηρίου.
Από την πρώτη στιγμή, αντιληφθήκαμε την ανάγκη για ανοιχτό κάλεσμα, τη μέρα διεξαγωγής των συλλαλητηρίων. Ο αντίπαλος απέναντι στον οποίον καλούμασταν να αντιπαραταχθούμε δεν θα περιοριζόταν στις μικρο-ομάδες φασιστών και ναζί, αλλά θα εκφραζόταν από τις κρατικές επιλογές στο σύνολό τους, με ότι αυτές συνεπάγονται και φυσικά κομμάτι αυτών δεν ήταν μόνο η αστυνομία και μια ενδεχόμενη καταστολή, αλλά το πλήθος του εθνικού κορμού που εμφανίστηκε (εκκλησία, στρατός, αστυνομία, πολιτιστικοί σύλλογοι, ΝΔ κ.λπ.).
Οριοθετώντας, λοιπόν, τον στόχο πέρα από τις φασιστικές γκρούπες, αφού η διάχυση του εθνικισμού θα ήταν το ποτάμι μέσα στο οποίο θα κατόρθωναν να κολυμπήσουν κι αυτοί, αντιληφθήκαμε ότι μόνη διέξοδος για να πάρουμε θέση αντιπαράταξης θα είναι ένα κάλεσμα το οποίο θα επιχειρήσει να συσπειρώσει τις κοινωνικές δυνάμεις, τους συντρόφους, αλλά και κόσμο πέρα από τις αναρχικές ομάδες και οργανώσεις που αντιλαμβάνεται ότι τα εθνικιστικά και φασιστικά χαρακτηριστικά του συλλαλητηρίου αποσκοπούν στην παραπλάνηση και τον κανιβαλισμό των καταπιεσμένων, εξυπηρετώντας μόνο τα συμφέροντα των ισχυρών κι έτσι θα δινόταν η δυνατότητα να στηρίξει αυτό το κάλεσμα, ώστε να εκφράσει την αντίθεση του στις εθνικιστικές ρητορικές.
Με άλλα λόγια, οι ομάδες της ΑΠΟ ανέγνωσαν στην κατάσταση ότι στον χύδην όχλο του συλλαλητηρίου μόνο μια άλλη κοινωνική αντι-συσπείρωση θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί. Για να εξυπηρετηθεί αυτή η πολιτική αντίληψη η δημόσια παρουσία μας τη μέρα του συλλαλητηρίου ήταν μια αναγκαία δέσμευση για εμάς που υποστηρίζουμε ότι ο αναρχικός αγώνας δεν μπορεί πάντα να επιλέγει τις μέρες της σύγκρουσης ή της αντιπαράθεσης. Ως επαναστατικό κίνημα, η απουσία μας από τους δρόμους την «ημέρα της κρίσεως» θεωρούμε πως θα σηματοδοτούσε όχι απλά την αποδοχή της πολιτικής και οργανωτικής ανεπάρκειας απέναντι στον εθνικιστικό εσμό που καταλάμβανε το δημόσιο πεδίο αλλά θα έθαβε την προοπτική συγκρότησης του απαραίτητου αντίπαλου δέους, καθώς εάν εμείς οι ίδιοι κρίναμε ότι δεν μπορούμε να σταθούμε απέναντι στο σύνολο του εθνικο/φασιστικού συμπλέγματος, τότε ασφαλώς δεν θα είχαμε καμιά τύχη στο να απευθυνθούμε πειστικά στο κοινωνικό σώμα, ώστε να υποστηρίξει το κάλεσμα για αντι-συσπείρωση.
Το μέγεθος της ανταπόκρισης στο πρώτο κάλεσμα συσπείρωσης στη Θεσσαλονίκη ήταν μεν ένα ανοιχτό στοίχημα, ωστόσο περισσότερο θα ήταν μια δυνατότητα, ένας δρόμος που μπορεί να ανοίξει περπατώντας. Η επιλογή αυτή, όμως, δεν στάθηκε σε υπολογισμούς, αλλά εμπνεύστηκε από μια πολιτική κατεύθυνση: είναι γενικά γνωστό ότι κάθε επαναστατικό κίνημα οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με την ιδέα ότι –μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή του θριάμβου του, η οποία είναι μια μόλις από τις πολλές ιστορικές δυνατότητες- παραμένει ένα μειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Η συμφιλίωση με αυτή την πραγματικότητα επ’ ουδενί δεν πρέπει να μεταστραφεί σε μια λογική ήττας, φόβου ή οπισθοχώρησης. Αυτό που μπορεί να αποτελέσει ένα καλό κριτήριο για την κάθε μας κίνηση είναι η διεύρυνση της πολιτικής και κοινωνικής επίδρασης μέσα από κάθε μια από τις επιλογές μας.
Έτσι, με βάση αυτήν την οπτική, η συγκέντρωση της Καμάρας θεωρούμε ότι πέτυχε σε μια σειρά ζητουμένων, με κυρίαρχο την διαμόρφωση ενός ορατού κοινωνικού, ταξικού και διεθνιστικού πόλου με την πρωτοβουλία δυνάμεων του αναρχικού κινήματος, που ουσιαστικά αποτέλεσε τον μοναδικό πολιτικό χώρο που οργάνωσε τη δημόσια αντίθεση με το σύνολο του εθνικιστικού/πατριωτικού μπλοκ. Επίσης, η δημόσια συγκέντρωση της Καμάρας ανέδειξε την ουσιαστικά σωβινιστική φύση διάφορων μορφωμάτων που θέλουν να έχουν αναφορά στην Αριστερά, ενώ κατέδειξε τη συντριπτική αμηχανία και αδράνεια της Αριστεράς στο να πάρει άμεσα θέση απέναντι στην εθνικιστική υστερία. Παράλληλα, άσκησε έντονη πίεση στις ηγεσίες τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ώστε τουλάχιστον να ακολουθήσουν/πλαισιώσουν την αντίστοιχη αναρχική/κομμουνιστική πρωτοβουλία, λίγες μέρες μετά, στην Αθήνα. Η συγκέντρωση της Καμάρας διαμόρφωσε καταλυτικά το πλαίσιο της συγκέντρωσης στα Προπύλαια, όπου μπόρεσε να εκφραστεί με καλύτερους όρους η προσέγγιση της ανοιχτής αντιπαράθεσης που κόμισε η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης.
Εδώ θέλουμε να σημειώσουμε ότι για εμάς η συγκέντρωση στην Καμάρα ήθελε να αναδείξει και την ιστορική διαδρομή της απεύθυνσης των αναρχικών προταγμάτων σε πιο διευρυμένα κοινωνικά ακροατήρια. Αν στις συγκεντρώσεις του ’92 η απόλυτη υιοθέτηση του εθνικιστικού παροξυσμού ως κρατική πολιτική από την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό δεν επέτρεψαν να συγκροτηθεί μια δημόσια αντι-διαδήλωση υπό το βάρος της συντριπτικής καταστολής, σήμερα, 26 χρόνια μετά, οι αγώνες που έχει δώσει το αναρχικό κίνημα κατάφεραν να αλλάξουν μια σειρά συσχετισμών και να ορίσουν ως δυνατότητα τη δημόσια παρέμβαση. Αυτό για εμάς αποτελεί κατάκτηση.
Στον αντίποδα, ωστόσο, όπως είναι γνωστό όταν δοκιμάζονται τέτοιου βεληνεκούς σχέδια από το κράτος και το παρακράτος -όπως η επιχείρηση γεωπολιτικής αναβάθμισης της ελληνικής αστικής τάξης, η έξαρση του εθνικισμού ως αντίβαρο για μια πιο συμφέρουσα λύση, και η ανάπτυξη μέσα σε αυτό το πλαίσιο του φασιστικού λόγου- ο κίνδυνος ενός χτυπήματος, ειδικά ενάντια σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να αντιπαρατεθούν ανοιχτά, συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Στο κενό του σχεδιασμού περιφρούρησης (αφού οι σύντροφοι της Libertatia επέλεξαν να ενισχύσουν τη συγκέντρωση της Καμάρας ώστε να σταθούν μαζί με τους συντρόφους/ισσές τους στο δρόμο και να δεσμευτούν σε μια ανοιχτή και δημόσια κίνηση συνολικής πολιτικής αντιπαράθεσης με τον εθνικό κορμό) και με δεδομένη την ώθηση της αστυνομικής κάλυψης και της φασιστικής ώσμωσης του συλλαλητηρίου, μια γκρούπα φασιστών από κοινού με χούλιγκανς ποδοσφαιρικής ομάδας κατόρθωσαν να κάψουν την κατάληψη Libertatia.
Η πυρπόληση μιας δομής ή ακόμη χειρότερες καταστάσεις αποτελούν πάντα μια πιθανότητα στη μάχη απέναντι στο κράτος και τον φασισμό. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε το γεγονός αυτό, που ασφαλώς είναι τεράστιας σημασίας, να μην πάρει καταστροφικές διαστάσεις (ανάλογες με τις ζημιές του κτηρίου) θα ήταν μόνο με την αταλάντευτη και ενιαία αλληλέγγυα στάση του κινήματος απέναντι στην κατάληψη, αφήνοντας τον πρώτο λόγο του απολογισμού κατά κύριο λόγο στην ομάδα της κατάληψης -που δέχτηκε και το χτύπημα και πλήρωσε βαρύ τίμημα- ή τουλάχιστον αποσυνδέοντας πιθανές κριτικές (οι οποίες αναγκαστικά θα εμπεριείχαν και πολλές εικασίες) από την αδιαπραγμάτευτη έμπρακτη πολιτική και υλική αλληλεγγύη σε μια δομή αγώνα του αναρχικού κινήματος που πυρπολήθηκε από φασίστες.
Ο εμπρησμός κάποιας κατάληψης δεν ήταν μια πρωτοτυπία που συντελέστηκε καινοφανώς στις 21 Γενάρη, πολλές ακόμη φορές έχουν εκδηλωθεί τέτοιες επιθέσεις, κάποιες φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.
Όσο αρνητικό γεγονός κι αν αποτελεί η καταστροφή μιας κατάληψης από φασίστες, παρ’ όλα αυτά οι αμέσως επόμενες μέρες μετά το κάψιμο της Libertatia έδειξαν ότι αυτή η ωμή πράξη συνεργασίας κράτους-παρακράτους-ναζί-αφεντικών και μπάτσων, μπορούσε να σταθεί εφαλτήριο για την αναβάθμιση της σύγκρουσης του αντιφασιστικού κινήματος με τους φασίστες και κράτος. Πριν από οτιδήποτε άλλο, η πορεία που συγκροτήθηκε την αμέσως επόμενη μέρα συσπειρώνοντας περίπου 2 χιλιάδες διαδηλωτές έδειξε ότι τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά μπορούν να συσπειρώσουν τον κόσμο του αγώνα. Ταυτόχρονα, η περικύκλωση της πορείας από την αρχή, ο αποκλεισμός της και το χτύπημά της από τα ΜΑΤ στην πρώτη στροφή, αποκάλυψαν και στον πλέον τυφλό την απόλυτη σύνδεση κράτους, κυβέρνησης και παρακρατικών.
Σε πολιτικό επίπεδο δύο σημαντικές διαδικασίες προέκυψαν ως αντίδραση στην πυρπόληση της κατάληψης, η οποία λειτούργησε ως κώδωνας του κινδύνου προς όλες τις μαχόμενες αντιφασιστικές δυνάμεις: α) η όξυνση της δράσης του αντιφασιστικού κινήματος (πολλές έμπρακτες και διαφόρων ειδών κινήσεις σύγκρουσης με τους φασίστες και τους συμμάχους τους έλαβαν χώρα το αμέσως επόμενο διάστημα), βάζοντας ολόκληρο τον κόσμο του αγώνα σε κατάσταση όχι μόνο επιφυλακής αλλά και αντεπίθεσης και β) η πολιτική πρωτοβουλία για κάλεσμα σε αντι-συγκέντρωση στην Αθήνα ενόψει του συλλαλητηρίου που είχε ανακοινωθεί εκεί στις 4 Φλεβάρη.
Η πετυχημένη συγκέντρωση στα Προπύλαια αποτέλεσε κορυφαία κίνηση συσπείρωσης του κινήματος, ένα σημείο αναφοράς και έκφρασης σε κεντρικό επίπεδο του μηνύματος της διεθνιστικής αλληλεγγύης, μια πολύτιμη κινηματική παρακαταθήκη, καθώς έγινε σαφές ότι ο πόλος αντίθεσης στα κράτη, τον εθνικισμό και τον πόλεμο μπορεί να συγκροτηθεί στο κοινωνικό ξέφωτο. Η παρουσία περισσότερων των 2 χιλιάδων ατόμων στα Προπύλαια (σε μια περίοδο που δεν χαρακτηρίζεται από την άκοπη συσπείρωση μεγάλων δυνάμεων) κατέδειξε ότι το εθνικιστικό/φασιστικό μπλοκ δεν θα παίξει μόνο του στον δημόσιο χώρο, εξαναγκάζοντας το κράτος να λειτουργήσει για άλλη μια φορά ως πρόμαχος του φασισμού απέναντι στους αντιφασίστες. Ξεσκέπασε δηλαδή μεμιάς μια σειρά εχθρών και «φίλων» ξεκαθαρίζοντας το τοπίο όχι με γενικότερους ιδεολογικούς όρους, αλλά με πολιτική στο πεζοδρόμιο, εκεί που τελικά φαίνεται ο καθένας με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει. Ποιοί στάθηκαν απέναντι τόσο στον εθνικιστικό κορμό όσο και στον φιλονατοϊκό παλιάτσο του ΣΥΡΙΖΑ και ποιοι γίνανε οι νέοι πέμπτοι τροχοί στη μια ή στην άλλη άμαξα του ενιαίου κατά τα άλλα αστικού μπλοκ εξουσίας.
Αυτός ο σχεδιασμός υπήρξε, ως ένας δρόμος που αύξανε τις δυνατότητες συσπειρώνοντας δυνάμεις. Η αμυντική μεν στάση περιφρούρησης των χώρων αλλά αναγκαία εάν την εκλάβουμε ως συμπληρωματική στην ανοιχτή συγκέντρωση θα μπορούσε να δώσει (κι έδωσε σε κεντρικό επίπεδο) μια εικόνα αντιφασιστικής δυναμικής που συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε να απομειωθεί αποφασιστικά η δυναμική που θέλανε να επιδείξουν οι φασίστες. Οι επιμέρους συμπλοκές έπειτα (ΕΜΠΡΟΣ, Εξάρχεια κ.λπ) έδειξαν ότι οι όποιες επιθέσεις δεν είχαν την τύχη που θα περίμεναν κράτος και παρακράτος.
Η επόμενη κίνηση που θα επιχειρούσε, αυτή τη φορά, όχι μόνο να βάλει ανάχωμα στην εθνικιστική απειλή, αλλά να αντιστρέψει τους πολιτικούς όρους, να αναδείξει τη διεθνιστική αλληλεγγύη ως τον μόνο τρόπο που έχουν οι λαοί για να παλέψουν ενάντια σε αυτούς που τους κλέβουν τη ζωή σε όποια πλευρά των συνόρων κι αν βρίσκονται και ταυτόχρονα να αποτελέσει μια κίνηση αλληλεγγύης στην κατάληψη Libertatia που δέχτηκε το χτύπημα κράτους-παρακρατικών ήταν η Διεθνιστική – Παμβαλκανική Πορεία Αλληλεγγύης στην κατάληψη Libertatia που καλέστηκε στις 10 Μάρτη στη Θεσσαλονίκη.
Το πλαίσιο με το οποίο κάλεσε και συμμετείχε η ΑΠΟ στη διαδήλωση βασίστηκε εξαρχής σε δύο ζητήματα:
α) στη διεθνιστική αλληλεγγύη ενάντια σε κράτη, εθνικισμό και πόλεμο και
β) στην αλληλεγγύη δίχως υποσημειώσεις στην κατάληψη Libertatia.
Το πρόταγμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης δεν αποτέλεσε για εμάς μόνο ένα σύνθημα στις αφίσες και τα πανό μας, αλλά μια λογική συνέχεια των πρωτοβουλιών και συνεργασιών αγώνα που προσπαθεί η ΑΠΟ να συγκροτήσει από την μέρα της ίδρυσης της με άλλες αναρχικές και αντικαθεστωτικές πολιτικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες στα Βαλκάνια και σε ολόκληρο τον κόσμο. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η συμμετοχή της ΑΠΟ σε 5 διαδοχικές συναντήσεις της Διεθνούς των Αναρχικών Ομοσπονδιών (IFA-IAF), στη Λιουμπιάνα (Απρίλης 2016), στο Συνέδριο της IFA στη Φρανκφούρτη (Αύγουστος 2016), στη Ρώμη (Άνοιξη 2017), στη συνάντηση του Λονδίνου (Φθινόπωρο 2017) και η φιλοξενία της αντίστοιχης συνάντησης στην Αθήνα στα τέλη Ιούνη 2018, η παρουσία σε δύο διαδοχικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις στη Σόφια της Βουλγαρίας (Φλεβάρης 2016 και Φλεβάρης 2017), η συμμετοχή σε πολιτικές εκδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη μετά από κάλεσμα της «Αναρχικής Επαναστατικής Δράσης» (DAF – Γενάρης 2018) και στο Μεξικό μετά από την ανταπόκρισή μας στο κάλεσμα των Γυναικών Ζαπατίστας για την Πρώτη Συνάντηση Γυναικών Που Αγωνίζονται (Μάρτης 2018), αλλά και η συνάντησή με συντρόφους από την πΓΔΜ και άλλες χώρες των Βαλκανίων ενόψει των εθνικιστικών συλλαλητηρίων. Από την άποψη της διεθνιστικής αλληλεγγύης η πορεία της 10ης Μάρτη ήταν ευκαιρία για τους καταπιεσμένους των βαλκανίων και όχι μόνο να διαδηλώσουν μαζί ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό, τον φασισμό, τον καπιταλισμό και τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό.
Ταυτόχρονα, αποτελούσε αυτονόητη αιχμή η αλληλεγγύη στην κατάληψη Libertatia, όχι μόνο για όλους τους λόγους που αναπτύξαμε παραπάνω, που σκιαγραφούν ποιος θεωρούμε ότι ήταν ο ουσιώδης συμβολισμός της πυρπόλησης της κατάληψης κατά την διάρκεια διεξαγωγής του εθνικιστικού συλλαλητηρίου, αλλά και γιατί ακριβώς η 10η Μάρτη θα ήταν επίσης ευκαιρία να συσπειρωθεί και να εκφραστεί σε πανελλαδικό επίπεδο το αναρχικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα με βάση το πρόταγμα της διεθνιστικής αλληλεγύης, της υπεράσπισης των καταλήψεων και των δομών αγώνα που μάχονται και καταστέλλονται ποικιλοτρόπως από κράτος και παρακράτος, ώστε να συγκροτηθεί μια δυναμική πολιτική απάντηση στην άνοδο του φασισμού, του εθνικισμού και της κρατικής καταστολής. Μια διαδήλωση που ο όγκος της θα έμπαινε ως γρανάζι στα διάφορα δυναμό που συγκροτούν τον μηχανισμό της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Η διαδήλωση ήταν πραγματικά ογκώδης, αριθμώντας περίπου 4 χιλιάδες άτομα, αποτέλεσε μια κεντρική αναρχική πολιτική απάντηση, ενώ κινούμενη ουσιαστικά σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης έκανε την παρουσία της κάτι παραπάνω από αισθητή. Η διαδήλωση πέρασε μπροστά από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ και προσέγγισε τα γραφεία της Χρυσής Αυγής όχι μόνο για να καταδειχθούν οι φέροντες ευθύνη για την καλλιέργεια του εθνικιστικού παροξυσμού και για τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia και η σύνδεση κράτους και παρακράτους, αλλά ενώ είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από την επίθεση στον ΕΚΧ Φαβέλα, η κινητοποίηση μεγάλων δυνάμεων της Αστυνομίας για να προφυλάξει τους ναζί από αυτήν την πορεία ήταν ενδεικτική ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο. Τμήμα της περιφρούρησης του μπλοκ της ΑΠΟ και της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στην Libertatia ανέλαβε η “ομάδα ενάντια στην πατριαρχία” της ΑΠΟ, συγκροτώντας γυναικεία αλυσίδα
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα, έξι περίπου μήνες μετά την έξαρση της εθνικιστικής υστερίας με αφορμή το «Μακεδονικό», και λίγες μέρες ύστερα από την κύρωση της συμφωνίας ανάμεσα στο ελληνικό και το μακεδονικό κράτος, μπορούμε να πούμε πως για τις επιδιώξεις της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ διαμορφώνονται ακόμα καλύτεροι όροι στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αντίστοιχα, η πρόσδεση της εγχώριας αστικής τάξης στο άρμα του δυτικού μπλοκ κυριαρχίας κρίνεται πέρα για πέρα ισχυροποιημένη, ενώ η ανάδυση ενός ενισχυμένου φασιστικού και εθνικιστικού εσμού μπορεί να αποτελέσει την «κρίσιμη μάζα» που αναζητούσαν οι κυρίρχοι ώστε να λειτουργήσει ως η εμπροσθοφυλακή τους στις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις που θα συντελεστούν το επόμενο διάστημα, εξαιτίας της συνέχισης της κρατικής-καπιταλιστικής επίθεσης στην κοινωνία.
Από την πλευρά μας, αντιλαμβανόμενοι πως η προοπτική των εμπόλεμων κοινωνιών, της φτώχειας και της εξαθλίωσης, της αναζωπύρωσης των εθνικισμών και του κοινωνικού εκφασισμού θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την ανθρωπότητα, και όντας πεπεισμένοι για το ότι η ταξική και διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, η οργανωμένη αντεπίθεση των εκμεταλλευόμενων τάξεων και η ανατροπή του κόσμου του καπιταλισμού και του κράτους σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να διαμορφώσει τους όρους για τη δημιουργία μια κοινωνίας ευημερίας, ισότητας, ειρήνης και δικαιοσύνης, χωρίς εκμετάλλευση, διακρατικούς πολέμους και αποπροσανατολιστικούς ανταγωνισμούς, βρεθήκαμε με όλες μας τις δυνάμεις στις διεθνιστικές-αντιφασιστικές συγκεντρώσεις όλου του προηγούμενου διαστήματος και το ίδιο σκοπεύουμε να κάνουμε όπου αλλού χρειαστεί. Μαζί με χιλιάδες αγωνιστές, αντιφασίστες και αντιφασίστριες, θα συνεχίσουμε να στήνουμε αναχώματα στην επέλαση του εθνικιστικού εσμού και των φασιστικών εφεδρειών του κράτους, στην επίθεση των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών αφεντικών απέναντι στους πληβείους αυτού του κόσμου.
Χαιρετίζουμε τους χιλιάδες διαδηλωτές των αντιφασιστικών, αντιπολεμικών και διεθνιστικών κινητοποιήσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και το εξωτερικό. Οι αγώνες σε κάθε γωνιά της γης μας υποδεικνύουν ότι απέναντι στη διεθνή επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου είναι ζητούμενη η Διεθνής των από τα κάτω, η Διεθνής των αγώνων και της Αναρχίας.
Συνεχίζουμε στο δρόμο του αγώνα, όπου επιχειρείται να σηκώσει κεφάλι το εθνικιστικό μπλοκ και ο φασιστικός οχετός που το συνοδεύει. Στέλνουμε μήνυμα διεθνιστικής αλληλεγγύης στους συντρόφους μας στα Βαλκάνια και διεθνώς. Μόνο η ενδυνάμωση των κοινών μας αγώνων μπορεί να σαρώσει τη φασιστική απειλή.
Τα αντιφασιστικά και διεθνιστικά οδοφράγματα θα παραμείνουν ο φωτεινός φάρος της αλληλεγγύης και του αγώνα, διατηρώντας αναμμένη τη φλόγα της Κοινωνικής Επανάστασης και ζωντανό το όραμα για την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό.
ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Ομοσπονδία Συλλογικοτήτων
ΙΟΥΛΙΟΣ 2018