Η αλληλεγγύη δεν θα μπει σε καραντίνα

0
3144

Η αλληλεγγύη δεν θα μπει σε καραντίνα

Άρθρο του σ.Dario Antonelli που δημοσιεύτηκε στην Umanità Nova, εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας

Τις τελευταίες εβδομάδες πολλοί από εμάς αναρωτιόμαστε πώς να συνεχίσουμε την πολιτική και συνδικαλιστική μας δραστηριότητα. Έχουμε ήδη βρεθεί στη θέση να παίρνουμε δύσκολες αποφάσεις, να ακυρώνουμε πρωτοβουλίες, διαδηλώσεις, απεργίες, συγκεντρώσεις, συνελεύσεις και δημόσιες συναντήσεις, ακόμη και υπό την απειλή της πιθανής απαγόρευσης από τις αρχές. Αυτό που συμβαίνει μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πραγματικότητα που ζούμε. Παράλληλα με τους πραγματικούς κινδύνους για την υγεία, η συνεχιζόμενη συνθήκη έκτακτης ανάγκης γύρω από το ζήτημα του κορωνοϊού εγείρει πολύ σημαντικά ερωτήματα από πολιτική άποψη.

Από τα πρώτα νέα σχετικά με την εξάπλωση του ιού στην Κίνα, οι κύριοι εκπρόσωποι των κομμάτων που βρίσκονται στο ιταλικό κοινοβούλιο, εκμεταλλεύτηκαν την επείγουσα κατάσταση, εργαλειοποιώντας την. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ονομάζεται «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» και είναι η συμπύκνωση της πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από επείγοντα θέματα που κυριαρχούν στις εφημερίδες και δημιουργούν τα πιο δημοφιλή hashtags, με εντυπώσεις, με βίαιη γλώσσα που προτείνει ολοκληρωτικές και απίθανες λύσεις. Ο δημόσιος διάλογος κινείται από την μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης στην άλλη, καθώς υπάρχει εκείνη του σεισμού και εκείνη της ασφάλειας, υπάρχει η έκτακτη ανάγκη λόγω του παγετού και εκείνη των σκουπιδιών, η έκτακτη ανάγκη της λακκούβας στο δρόμο και τελικά εκείνη του κορωνοϊού. Μερικές φορές πρόκειται για πραγματικά προβλήματα, άλλες για κατασκευασμένα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία επειδή οι πολιτικοί σίγουρα δεν θέλουν να λύσουν πραγματικά τα προβλήματα των ανθρώπων. Αντιθέτως, θέλουν να δημιουργήσουν φλέγοντα θέματα για να νικήσουν τους αντιπάλους τους και να εξασφαλίζουν την κοινωνική συναίνεση. Αλλά προσέξτε, δεν είναι θέμα τεχνάσματος, ανικανότητας ή άγνοιας, είναι ένας αγώνας για εξουσία.

Κι αυτό γιατί η επικοινωνία είναι συχνά απλά ένα πεδίο μάχης και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ειδικά όταν δεν λέγεται απλώς αλλά αναγνωρίζεται και επίσημα από το νόμο, όπως στην περίπτωση των πλημμυρών, των σεισμών, των καταστροφών και των υγειονομικών κρίσεων, δημιουργεί μεγάλες «ευκαιρίες». Με έκτακτες επιτροπές, προμήθειες, διαβουλεύσεις, χρηματοδότηση, εξορθολογισμό διαδικασιών, φορολογικά μέτρα, μπόνους, «μαξιλάρια» κοινωνικής ασφάλισης, δημιουργούνται πολύ ελκυστικές θέσεις εξουσίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας και για το λόγο αυτό συνοδεύεται από εντατικοποίηση του αγώνα για την εξουσία και τον επιμερισμό της.

Μόλις τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξε μια σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειών που ελέγχονται από την κεντροδεξιά, οι οποίες είχαν εφαρμόσει αμέσως δραστικά μέτρα. Μια σύγκρουση εντός των θεσμικών οργάνων του κράτους σχετικά με τη δικαιοδοσία, τις αρχές και την επιβολή μέτρων, η οποία άγγιξε και πτυχές του συντάγματος. Στις 24 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών Giuseppe Conte – ο πρωθυπουργός –έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένος να αφαιρέσει τις αρμοδιότητες των περιφερειών στον τομέα της υγείας, κάτι που ήταν δυνατό μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις βάσει του άρθρου 120 του Συντάγματος. Την επόμενη μέρα, οι εντάσεις είχαν κορυφωθεί στην «αίθουσα ελέγχου» μεταξύ κυβέρνησης και περιφερειών. Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ οι εφημερίδες μιλούσαν για πιθανή κυβέρνηση εθνικής ενότητας από τους Salvini και Renzi (δεξιό κόμμα της Lega και πρώην μέλη του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος), ο ίδιος ο Salvini πήγε στις 27 Φεβρουαρίου για να συναντηθεί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Mattarella και να ζητήσει την παρέμβασή του. Ήδη την επομένη, ο Renzi αρνήθηκε αυτή την προοπτική. Προφανώς, κάποια πολιτική συμφωνία είχε επιτευχθεί για την αντιμετώπιση αυτής της πρώτης φάσης. Αυτό το μικρό θέατρο, με τις βομβιστικές δηλώσεις, τα δρακόντεια μέτρα, τις εκκλήσεις για ενότητα, φαίνεται να καθοδηγείται περισσότερο από πολιτικές επιδιώξεις παρά να υπαγορεύεται από τις ανάγκες της υγείας.

Από την επόμενη εβδομάδα, στις 4 Μαρτίου, σημειώθηκε ουσιαστική αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων και η μετάδοση του ιού εξαπλώθηκε και εκτός των περιφερειών της βόρειας Ιταλίας. Ο Conte άρχισε να εκδίδει μια σειρά διαταγμάτων τα οποία, μέσα σε λίγες μέρες, έθεσαν αυστηρούς περιορισμούς, προφανώς επηρεάζοντας την ελευθερία της διαδήλωσης και του συνέρχεσθαι. Με διάταγμα του πρόεδρου του υπουργικού συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 2020 προβλέπεται η αναστολή της λειτουργίας των σχολείων, των πανεπιστημίων και κάθε άλλης διδακτικής δραστηριότητας και περιοριστικά μέτρα που ισχύουν για ολόκληρο το εθνικό έδαφος μέχρι τις 3 Απριλίου. Το διάταγμα αυτό αναστέλλει επίσης «διαδηλώσεις, εκδηλώσεις και παραστάσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των κινηματογραφικών και θεατρικών, που διεξάγονται σε οποιοδήποτε μέρος, τόσο δημόσιο όσο και ιδιωτικό, οι οποίες συνεπάγονται τη συγκέντρωση ανθρώπωνμε τέτοιο τρόπο ώστε να μην τηρείται ο σεβασμός της διαπροσωπικής απόστασης ασφάλειας του ενός μέτρου κατ’ελάχιστον».

Η διάταξη αυτή ακολουθεί δύο ανακοινώσεις της Επιτροπής Εγγυήσεων Απεργίας (κρατικής αρχής που ελέγχει την εφαρμογή των απεργιακών νόμων), οι οποίες αναστέλλουν εκ των πραγμάτων το δικαίωμα απεργίας εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η πρώτη ανακοίνωση της 24ης Φεβρουαρίου είναι μια γενική πρόσκληση για την αναστολή των απεργιών από τις 25 Φεβρουαρίου έως τις 31 Μαρτίου, που προκάλεσε την οργή για την αναστολή των αναμενόμενων σχολικών απεργιών της 6ης Μαρτίου. Η δεύτερη, στις 28 Φεβρουαρίου, ζήτησε ρητά να ανασταλούν οι γενικές απεργίες που συγκλήθηκαν για τις 9 Μαρτίου σχετικά με τις παγκόσμιες ημέρες του φεμινιστικού αγώνα στις 8 και 9 Μαρτίου. Αυτό ήταν στην πραγματικότητα μια στοχευμένη απαγόρευση της απεργίας για τις 9 Μαρτίου, η οποία ανάγκασε τα περισσότερα συνδικάτα να αποσύρουν το κάλεσμά τους, εκτός από το Slai Cobas (στμ. ιταλικά συνδικάτα βάσης) τα οποία διατήρησαν την απεργία με κίνδυνο να επιβληθούν μεγάλες ποινές στο συνδικάτο και τους απεργούς.

Τη νύχτα της 7ης προς 8η Μαρτίου, εκδίδεται με άμεση ισχύ ένα νέο Προεδρικό Διάταγμα της 8ης Μαρτίου 2020 που προβλέπει πολύ αυστηρά μέτρα. Το άρθρο 1 επεκτείνει τη λεγόμενη «Κόκκινη Ζώνη», η οποία προβλέπει επίσης την απαγόρευση εισόδου-εξόδου και μετακίνησης -εκτός από έκτακτες καταστάσεις και προφανώς για εργασία- στο έδαφος ολόκληρης της περιφέρειας της Λομβαρδίας και σε 14 επαρχίες του Piemonte, της Emilia Romagna, του Veneto και του Marche. Το άρθρο 2 αυξάνει τα περιοριστικά μέτρα στην εθνική επικράτεια, απαγορεύοντας εντελώς τις διαδηλώσεις: «Αναστέλλονται οι διαδηλώσεις, εκδηλώσεις και παραστάσεις οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου και του θεάτρου, σε οποιοδήποτε μέρος, δημόσιο και ιδιωτικό».

Τέλος, μεταξύ 9 και 10 Μαρτίου, εκδόθηκε ένα νέο διάταγμα, το πρωτόκολλο της 9ης Μαρτίου, το οποίο επέκτεινε σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των νησιών, όλους τους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις μετακινήσεις και την έξοδο από τα σπίτια, επιτρέποντας την για λόγους εργασίας, καθώς και έκτακτες περιστάσεις για την υγεία ή άλλη αναγκαιότητα. Επιπλέον, «όλες οι μορφές συνάθροισης ατόμων σε δημόσιο χώρο ή ανοικτές στο κοινό απαγορεύονται σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια».

[Το νέο διάταγμα που εκδόθηκε στις 11 Μαρτίου προέβλεπε το κλείσιμο πολλών τύπων καταστημάτων και δραστηριοτήτων, όπως εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ. Το διάταγμα προβλέπει ότι όλοι οι εργοδότες πρέπει να διασφαλίζουν τους εργαζόμενους μεμέσα υγειονομικής προστασίαςκαι να οργανώνουν το χώρο εργασίας για την αποφυγή μόλυνσης, αλλά αυτό δεν τηρείται στις περισσότερες περιπτώσεις].

Ενώ με το διάταγμα της 4ης Μαρτίου ήμασταν κυριολεκτικά ένα μέτρο μακριά από την αναστολή της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και της διαδήλωσης, θέτοντας στη τη διακριτική ευχέρεια των αρχών να απαγορεύουν όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες, με αυτό της 9ης Μαρτίου φτάσαμε στην πλήρη απαγόρευση όλων των μορφών συνάθροισης μέχρι τις 3 Απριλίου. Η διφορούμενη διατύπωση («συγκέντρωση» αντί «διαδήλωσης») του διατάγματος αφήνει αρκετή εξουσία ερμηνείας στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση της δημόσιας τάξης. Επιπλέον, μετά από δεκαετίες αντι-απεργιακών μέτρων, έχουμε φτάσει στην οριστική αναστολή του δικαιώματος στην απεργία. Αυτά τα διατάγματα είχαν αμέσως καταστροφικές συνέπειες, ήδη από το πρώτο στις 4 Μαρτίου, λίγες μέρες πριν από τις διαδηλώσεις για τις 8 Μαρτίου που οργανώθηκαν σε πολλές πόλεις από τους τοπικούς σχηματισμούς της NonUnaDiMeno (μτφ Ούτε μία λιγότερη) και άλλες φεμινιστικές ομάδες δημιούργησανμεγάλη σύγχυση. Σε πολλές πόλεις, σε μια κατάσταση που ήδη χαρακτηριζόταν από τονφόβο που τροφοδοτούνταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γύρω από την έκρηξη του κορωνοϊού και από πραγματικούς φόβους για τους υγειονομικούς κινδύνους, η συμμετοχή στις εκδηλώσεις κατέστη ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ το κυβερνητικό μέτρο οδήγησε τις τοπικές συνελεύσεις να ακυρώσουν πολλές διαδηλώσεις στους δρόμους. Ωστόσο, σε πολλά μέρη, ακόμη και αν δεν ήταν δυνατόν να κρατηθούν οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν κάποιεςσυγκεντρώσεις και εκδηλώσεις στις πλατείες, ώστε με κάποιο τρόπο να υπάρξει αντίστασηστα μέτρα και τον φόβο.

Οι κανόνες αυτοί θα μπορούσαν ήδη να αλλάξουν τις επόμενες ώρες, να ενισχυθούν περαιτέρω ή να συνοδευτούν από νέα μέτρα, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι αρκετά συγκεχυμένη, ωστόσο μέχρι στιγμής, ως τις 3 Απριλίου, απαγορεύονται αυθαίρετα όλες οι μορφές διαδηλώσεων και συναντήσεων, με τη δικαιολόγηση της δημόσιας υγείας και όλες οι κινήσεις, ακόμα και οι ατομικές που θεωρούνται περιττές, τιμωρούνται. Τί θα συμβεί σε πολλούς εδαφικοποιημένους αγώνες, στις εργασιακές αντιπαραθέσεις, στις τοπικές διαμαρτυρίες, στις πιο ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις, εάν τα μέτρα αυτά είχαν ήδη τόσο ισχυρή επίδραση στις διαδηλώσεις της 8ης Μαρτίου, σε μια μέρα κινητοποίησης σε διεθνές επίπεδο που τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει τη νομιμοποίηση της; Πώς είναι δυνατόν σε ένα τέτοιο πλαίσιο εκείνοι που πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται, εκείνοι που είναι έγκλειστοι στις φυλακές, εκείνοι που χρειάζονται ιατρική περίθαλψη για άλλους λόγους, εκείνοι που είναι άστεγοι ή δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, εκείνοι που ζουν σε ανθυγιεινές και επισφαλείς κατοικίες, εκείνοι που υποφέρουν από την αλαζονεία και τον εκβιασμό των κερδοσκόπων να οργανωθούν, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, να αποκτήσουν αξιοπρεπείς συνθήκες, να δημιουργήσουν μορφές αλληλεγγύης; Βρισκόμαστε σε μια συνθήκη όπου η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δίνει στην κυβέρνηση περισσότερη εξουσία, στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαιτεί «πειθαρχία» και «ευθύνη», στην οποία οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις μπορούν να απαγορευθούν σχεδόν αυθαίρετα, όπου το δικαίωμα στην απεργία διακόπτεται. Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση.

Απλά σκεφτείτε τη στρατιωτική προσέγγιση που έχει επιλεγεί για την αντιμετώπιση της κατάστασης στις φυλακές.Οι εξεγέρσεις που έχουν ξεσπάσει σε 27 φυλακές σε όλη την Ιταλία καθιστούν σαφές ότι ένα μέρος του πληθυσμού της χώρας αυτής, σχεδόν 61.000 άνθρωποι ζουνσε συνθήκες υπερπληθυσμού και υγειονομικής καταστροφής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ζητούν μόνο ένα πράγμα σε αυτή την κατάσταση, την ελευθερία, μέσω χάριτος ή αμνηστίας. Προς το παρόν, το κράτος έχει απαντήσει με τις ομάδες καταστολής, τις διαβόητες GOMs[ειδικές κατασταλτικές ομάδες της αστυνομίας των φυλακών] και τον στρατό. Προς το παρόν υπάρχουν 11 θάνατοι [τώρα 15] μεταξύ των κρατουμένων σε Modena και Rieti, για λόγους που πρέπει να εξακριβωθούν, αλλά για τους οποίους είναι εμφανής η ευθύνη του κράτους και των μηχανισμών του. Εκτός των φυλακών υπήρχαν επίσης συγγενείς των φυλακισμένων και ομάδες αλληλεγγύης που περικυκλώθηκαν από την αστυνομία. Αυτή η απλή παρουσία έξω από τις φυλακές, μπορεί να θεωρηθεί παράνομη εξαιτίας των διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι από τις πρώτες εβδομάδες της έκτακτης ανάγκης έχει γίνει λόγος για ύφεση, για οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα, πολλοί κλάδοι παραγωγής στην Ιταλία και σε όλο τον κόσμο επηρεάζονται από τις συνέπειες της έκτακτης ανάγκης από τον κορωνοϊό και τώρα ορισμένοι τοπικοί διοικητικοί υπάλληλοι προτείνουν προσωρινή παύση των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ποιο είναι το αποτέλεσμα της ύφεσης για εκατομμύρια εργαζομένους. Έχουν ήδη ξεκινήσει απολύσεις, δεν θα ανανεωθούν πολλές συμβάσεις εργασίας για επισφαλείς εργαζόμενους, όσοι εργάζονται σε σύμβαση έργου ή σε καθεστώς μαύρης εργασίας δεν λαμβάνουν μισθό, απαιτούνται θυσίες, επιβάλλονται άδειες στην καλύτερη των περιπτώσεων με διατήρηση κάποιων παροχών αλλά χωρίς να καταβάλλεται ο πλήρης μισθός. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν και όλοι εκείνοι που είναι πραγματικά ευχαριστημένοι με αυτήν την κατάσταση και θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για μεγαλύτερη παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις, με «πειράματα» που αποσκοπούν στον περιορισμό των δικαιωμάτων και της ελευθερίας όσων εργάζονται. Σε άρθρο που δημοσίευσε η εφημερίδα Repubblica στις 24 Φεβρουαρίου, ο κ. Mariano Corso, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου για την Έξυπνη Εργασία στο Πολυτεχνείοτου Milano, λέει: «Εκτός από τον κορωνοϊό, πρέπει επίσης να εξαλείψουμε τον ιό της ανικανότητάς μας να εργαστούμε αποτελεσματικά, ξεπερνώντας τη σκέψη ότι μόνο η παρουσία στο γραφείο μπορεί να εγγυηθεί αποτελέσματα». Ως εκ τούτου, ενώ οι απεργίες και οι διαδηλώσεις αναστέλλονται, οι απολύσεις και η εκμετάλλευσησίγουρα δεν αναστέλλονται, το ίδιο και οι απαιτήσεις των διευθυντικών στελεχών. Αντίθετα, μπορούν να ισχυριστούν ότι «το Μιλάνο δεν σταματάει» [θέλοντας να πουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να σταματήσει] ενώ ζητάνε περισσότερο δημόσιο χρήμα και αφήνουν μερικές χιλιάδες επισφαλείς εργαζόμενους στο σπίτι.

Ακριβώς με την ίδια δικαιολογία της ύφεσης, λιγότερο από δέκα χρόνια πριν, η κυβέρνηση με επικεφαλής τον Monti αποφάσισε μία από τις σκληρότερες περικοπές στη χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας τις τελευταίες δεκαετίες και σε 10 χρόνια έχουν αφαιρεθεί 37 δισεκατομμύρια ευρώ από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η οικονομική κρίση που συνδέεται με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης από κορωνοϊούς να οδηγήσει σε μια νέα εποχή «θυσιών».

Όταν μας ζητούν να κάνουμε ένα βήμα πίσω στο όνομα της συλλογικής ευθύνης, μόνο μας κοροϊδεύουν. Ποιος είναι υπεύθυνος για τηδιάλυση της δημόσιας υγείας, στην οποία εκτός από την εξάλειψη πολλών από τις δομές που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός των κλινών στα νοσοκομεία και έχουν οδηγηθεί ακόμη και στο κλείσιμο κλινικές υγείας και νοσοκομεία; Ποιος είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση των αναπνευστικών ασθενειών που προκαλούνται από τη σοβαρή ατμοσφαιρική ρύπανση, την επιβλαβή παραγωγή και τις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας; Ποιος είναι υπεύθυνος για το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που θεωρούνται ευάλωτοι στον κορωνοϊό εξακολουθούν να αναγκάζονται να εργαστούν και δεν μπορούν να συνταξιοδοτηθούν;

Είναι οι θεσμοί, τα κόμματα και οι βιομήχανοι που έχουν καταστρέψει τις υπηρεσίες υγείας, που έχουν προκαλέσει αύξηση των χρόνιων αναπνευστικών παθήσεων, που μας υποχρεώνουν στην ανεργία ή μας κρατούν καθηλωμένους στην εργασία ως τα γηρατειά, είναι αυτοί που τώρα μας ζητούν να είμαστε υπεύθυνοι, να κάνουμε κι άλλες θυσίες και να μην διαμαρτυρόμαστε.

Μια άλλη πτυχή αυτής της έκτακτης ανάγκης που πρέπει να εξετάσουμε είναι η πληγή που θα αφήσει στην κοινωνία. Ξαφνικά η Ιταλία βυθίζεται σε ένα κλίμα «πολέμου». Όχι μόνο και όχι τόσο λόγω της στρατιωτικοποίησης των χώρων που βρίσκονται σε καραντίνα, αλλά για τον επικοινωνιακό βομβαρδισμό από τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης που από τις πρώτες μέρες έχουν πολώσει την προσοχή ολόκληρης της επικράτειας. Τα καθημερινά απογευματινά δελτία που παρουσιάζουν τον αριθμό των νεκρών, των νέων κρουσμάτων και όσων έχουν θεραπευτεί σε ημερήσιο επίπεδο έγιναν ρουτίνα, συνοδευόμενα από ειδήσεις σχετικά με κυβερνητικά μέτρα και εκκλήσεις για πειθαρχία, σεβασμό στις συστάσεις υγιεινήςκαι τηλεφωνικούς αριθμούς για την αναφορά πιθανών κρουσμάτων. Ενώ ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της περιόδου θα γίνουν ορατές αργότερα, άλλες συνέπειες είναι ήδη εμφανείς. Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος φαίνεται να είναι ο μόνος εγγυητής υπέρ της δημόσιας υγείας, κατά της μόλυνσης, του θανάτου, του χάους. Αυτή η εικόνα τονίζεται ακόμη περισσότερο από εκείνους που προωθούν το κινεζικό μοντέλο ή ακόμα και ανασύρουν τον Χόμπς για να προβάλλουν, αν όχι μια δικτατορία, τότε ένα πανίσχυρο Κράτος ως τη μόνη λύση. Στην πραγματικότητα, το κράτος επέβαλλε τη διάλυση της δημόσιας υγείας και από την ίδια του τη φύση ενδιαφέρεται περισσότερο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των βιομηχάνων και των μεγάλων ιδιοκτητών παρά για την προστασία της υγείας των πολιτών. Επιπλέον, πέρα ​​από το ζήτημα της πραγματικής αποτελεσματικότητας των περιοριστικών μέτρων που αποσκοπούν στον περιορισμό των λοιμώξεων, για τα οποία δεν έχω αρμοδιότητα να σχολιάσω, η αυταρχική προσέγγιση που εφαρμόστηκε με τη λήψη δραστικών μέτρων που εφαρμόζονται τυφλά και χωρίς κριτική, μπορεί να είναι καταστροφική σε περίπτωση σφαλμάτων αξιολόγησης. Ταυτόχρονα, η διαρκώς επαναλαμβανόμενη προτροπή «μείνε σπίτι και άσε εμάς να λύσουμε το πρόβλημα» προκαλεί μια πολύ επικίνδυνη διαδικασία αποβολής της ευθύνης και νηπιοποίησης της κοινωνίας. Το αίσθημα της αδυναμίας και της ανικανότητας επιρροής είναι πολύ υψηλό μπροστά σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και καθιστά αμελητέα τη σημασία των μεμονωμένων και συλλογικών επιλογών και πρωτοβουλιών της βάσης. Τα μέτρα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω αποσύνθεση των κοινωνικών σχέσεων, καταστρέφοντας όλες τις μορφές ατομικής και συλλογικής αυτοάμυνας, καθιστώντας τους ανθρώπους να χάνουν κάθε εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να αντιδράσουν σε κοινωνικό επίπεδο. Η αυταρχικότητα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αλληλεγγύη, την ευαισθητοποίηση, την ατομική συνείδηση, τη συλλογική σύγκρουση, που σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να αποτελέσουν απαραίτητες μορφές πρόληψης. Απλώς σκεφτείτε το γεγονός ότι μορφές αυτοοργάνωσης που αναδύονται σε πολλές πόλεις μπορούν επίσης να θεωρηθούν παράνομες, όπως μορφές αλληλεγγύης για την παράδοση τροφίμων, για την υποστήριξη σε εκείνους που χάνουν τη δουλειά τους ή δεν λαμβάνουν τους μισθούς τους, ή για άλλες απλές, αλλά σημαντικές, δραστηριότητες της επιβίωσης.

Η ευθύνη που μας επιβάλλεται επί του παρόντος δεν είναι να περιμένουμε με πειθαρχία, να κλειστούμε στον εαυτό μας, για να μπορέσει η κυβέρνηση να επιλύσει τα πάντα, ίσως και πηγαίνοντας ούτως ή άλλως στη δουλειά επειδή η ύφεση καραδοκεί. Η δική μας ευθύνη είναι να διατηρήσουμε ζωντανά και να ενισχύσουμε τα δίκτυα αλληλεγγύης ώστε να αποτελέσουν εργαλεία για όλους τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους σε αυτή τη συνθήκη, σε υγειονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Είναι σημαντικό να συζητήσουμε και να προβληματιστούμε για την κατάσταση, τόσο για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε συλλογικά, συνειδητά και αλληλέγγυα τον κίνδυνο για την υγεία, όσο και για να εμποδίσουμε το κράτος και τα αφεντικά να επωφεληθούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης φιμώνοντας πραγματικά οποιαδήποτε μορφή αντιπολίτευσης στους δρόμους και κάθε μορφή της συνδικαλιστικής δραστηριότητας στους χώρους εργασίας. Σε εποχές όπως αυτές, είναι σημαντικό διατηρήσουμε την ελευθερία να απεργούμε, να διαδηλώνουμε και να συγκεντρωνόμαστε ενάντια στα κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης. Επειδή είναι σημαντικό, χωρίς να παραμελούνται οι κίνδυνοι για την υγεία, να διατηρηθούν οι χώροι ελευθερίας και πολιτικής ύπαρξης και να ενισχυθούν τα υπάρχοντα δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Επίσης, για να διασφαλίσουμε ότι, όταν όλα αυτά τελειώσουν, δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε μια χειρότερη πραγματικότητα από τον ίδιο τον ιό.

Dario Antonelli

10 Μάρτη 2020