Έναν χρόνο τώρα, με το ξέσπασμα και την εξάπλωση της πανδημίας του covid-19, η διαχείρισή της σε παγκόσμιο επίπεδο έχει αναδείξει με τον πλέον προφανή τρόπο την εγκληματική φύση του κράτους και του καπιταλιστικού συστήματος. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση έρχεται να υλοποιήσει με τους σκληρότερους όρους μια οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση που συνθλίβει τα κατώτερα στρώματα, φτωχοποιεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και έχει ως πρωταρχική έγνοια τη μεγιστοποίηση του κέρδους των ισχυρών και τη διαφύλαξη των προνομίων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο εντάσσεται και το ελληνικό κράτος και η διαχείριση της πανδημίας από την ακροδεξιά-νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν έχει υπάρξει καμιά μέριμνα για την ανθρώπινη ζωή και την περίθαλψη των χιλιάδων κρουσμάτων, με το σύστημα υγείας να έχει αφεθεί στις εντατικές προσπάθειες των εργαζόμενων και με τις ΜΕΘ να είναι ασφυκτικά γεμάτες. Παράλληλα, δεν έχει γίνει καμία επίταξη των ιδιωτικών κλινικών που διεκδικούν οι υγειονομικοί από την αρχή της πανδημίας, καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε σύγκρουση με το ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ δεν έχει παρθεί κανένα ουσιαστικό μέτρο για την ενίσχυση του συστήματος υγείας. Την ίδια στιγμή η ανεργία γιγαντώνεται και το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων μολονότι κομμάτι της εργατικής τάξης είναι εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους, οι συνθήκες στους χώρους δουλειάς συνεχώς επιδεινώνονται και υποβαθμίζονται, ιδιαίτερα στα μεγάλα εργοστάσια, ενώ στα μέσα μαζικής μεταφοράς, με τα οποία μετακινούνται χιλιάδες εργαζόμενοι, τα μέτρα προστασίας και περιορισμού της πανδημίας είναι ελάχιστα έναν χρόνο μετά. Την ώρα που το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων βρίσκεται σε αναστολή σύμβασης και υποχρεωτική τηλεργασία. Παράλληλα, η λίστα των εργατικών ‶ατυχημάτων“ και θανάτων συνεχώς μεγαλώνει. Τον τελευταίο μήνα μόνο, συνέβησαν 2 εργοδοτικά εγκλήματα με αποτέλεσμα τον θάνατο 5 εργαζόμενων της ΔΕΗ (3 στην Εύβοια, 2 στην Κοζάνη).
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη η κυβέρνηση, μετά το νομοσχέδιο για την περιστολή των διαδηλώσεων, τον αντιπεριβαλλοντικό νόμο και τον νέο εκπαιδευτικό νόμο, ετοιμάζεται να φέρει προς ψήφιση και νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό και τη συνδικαλιστική δράση το οποίο μάλιστα αποτελεί συνέχεια και εξειδίκευση του εργασιακού πολυνομοσχεδίου που είχε περάσει επί ΣΥΡΙΖΑ. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί μια προσπάθεια κατάργησης του εργατικού ωραρίου του 8ώρου κι επιχειρεί να θεσμοθετήσει την (ήδη) απλήρωτη υπερωρία την οποία συμψηφίζει με άδειες και ρεπό. Ταυτόχρονα επιχειρείται η στοχοποίηση και ο περιορισμός των απεργιών και των ριζοσπαστικών διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος. Κινήσεις που αποτελούν πάγια αιτήματα της άρχουσας τάξης εδώ και καιρό, με σκοπό να εντείνουν την εργασιακή εκμετάλλευση και να ξεριζώσουν κάθε μορφή αντίστασης που μπορεί να αναπτυχθεί στους χώρους δουλειάς.
Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται πως ο εργοδότης θα μπορεί “κατόπιν συνεννόησης” να απασχολεί δύο ώρες επιπλέον την ημέρα το προσωπικό και στη συνέχεια αυτές οι ώρες να συμψηφίζονται για το επόμενο αντίστοιχο διάστημα με μείωση ωραρίου ή με ρεπό ή με ημέρες άδειας. Προσπαθεί έτσι να καθιερώσει τις ατομικές συμβάσεις για τις ώρες εργασίας του κάθε εργαζόμενου. Παράλληλα αυξάνεται το ετήσιο πλαφόν των υπερωριών στις 150 ώρες ανά έτος. Μέχρι σήμερα το ανώτατο όριο είναι 48 ώρες ανά 6μηνο για εργαζομένους σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις και 120 ώρες ανά έτος στους υπόλοιπους κλάδους. Αυτό θα ισχύει και για την εργασία τις Κυριακές και φυσικά χωρίς μισθολογική προσαύξηση, που ίσχυε μέχρι πρότινος. Επομένως οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες θα δουλεύουν περισσότερες ώρες και θα έχουν μικρότερες αμοιβές. Το ελαστικό ωράριο σε συνδυασμό με την αύξηση του ορίου υπερωρίας θα μειώσει το κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή θα μειωθεί το εισόδημά τους. Το νομοσχέδιο, την ίδια στιγμή που καταπατά το 8ωρο, επιχειρεί την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και ακυρώνει το δικαίωμα στην απεργία. Αυτό στην πράξη πραγματοποιείται με την ηλεκτρονική ψηφοφορία, την αύξηση στο 40% του προσωπικού ασφαλείας, το δικαίωμα του εργοδότη σε λοκ-άουτ και την απαγόρευση της κατάληψης ή της παρεμπόδισης της εισόδου του εργασιακού χώρου. Αναιρεί λοιπόν θεμελιώδεις συνδικαλιστικές ελευθερίες μέσω της στοχοποίησης των απεργιών και των εργατικών και συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων αλλά και εργαζόμενων που αντιστέκονται, με πρόσφατα παραδείγματα τις εκδικητικές απολύσεις των υγειονομικών που αγωνίζονται καθημερινά.
Είναι φανερό πως ο συγκεκριμένος νόμος έρχεται να καταπνίξει κάθε εργασιακό δικαίωμα και κατάκτηση καθώς και να στοχοποιήσει τον κόσμο του αγώνα και τις αντιστάσεις που οργανώνονται από τα κάτω, τις απεργίες των σωματείων βάσης, τις ταξικές πρωτοβουλίες, τις κινητοποιήσεις συλλογικοτήτων και συλλογικών οργανώσεων. Η μόνη πραγματική προοπτική για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια είναι η κοινωνική, πολιτική και ταξική οργάνωσή μας. Με σωματεία βάσης, εργατικά συμβούλια, ακηδεμόνευτα, αδιαμεσολάβητα, οριζόντια και αντι-ιεραρχικά σχήματα, από κοινού φοιτητές, μαθητές, εργαζόμενοι, άνεργοι, να δώσουμε στους χώρους εργασίας, τα σχολεία, τις σχολές, στις γειτονιές και τους δρόμους τη μάχη του ταξικού και κοινωνικού αγώνα. Η λύση βρίσκεται πάντα στον δρόμο του αγώνα, για την κοινωνική και ταξική αντεπίθεση, απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό.
Ενάντια στην μισθωτή σκλαβιά, την εργοδοτική τρομοκρατία και την κρατική καταστολή
προτάσσουμε την ταξική αλληλεγγύη, υπερασπιζόμαστε τα εργασιακά δικαιώματα και τις κατακτήσεις μας, παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.
Ακηδεμόνευτοι, αδιαμεσολάβητοι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες μέχρι την κοινωνική επανάσταση, την αναρχία και τον ελευθεριακό κομμουνισμό.
Αναρχική Πολιτική Οργάνωση – Ομοσπονδία Συλλογικοτήτων